μοιραίος — α, ο (Α μοιραῑος, αία, ον) αυτός που έχει οριστεί από τη μοίρα, προδιαγεγραμμένος, αναπόφευκτος, αναπότρεπτος («ήταν μοιραίο γεγονός η σύγκρουσή τους») νεοελλ. 1. αυτός που έχει καταδικαστεί από τη μοίρα, αυτός που φέρνει δυστυχία στον εαυτό του… … Dictionary of Greek
μοιραίος — α, ο επίρρ. α 1. ο καθορισμένος από τη μοίρα, ο αναπόφευκτος, ο αναπότρεπτος: Ήταν μοιραίο να σε συναντήσω. 2. αυτός που φέρνει συμφορά, που έχει οδυνηρά αποτελέσματα, ο καταστρεπτικός, ο ολέθριος: Η αφηρημάδα του ενώ οδηγούσε στάθηκε μοιραία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοιραίων — μοιραῖος of destiny fem gen pl μοιραῖος of destiny masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιραίαις — μοιραῖος of destiny fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιραίοις — μοιραῖος of destiny masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιραίοισι — μοιραῖος of destiny masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιραία — μοιραίᾱ , μοιραῖος of destiny fem nom/voc/acc dual μοιραίᾱ , μοιραῖος of destiny fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιραίας — μοιραίᾱς , μοιραῖος of destiny fem acc pl μοιραίᾱς , μοιραῖος of destiny fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγαμος — η, ο (Α ἄγαμος, ον) [γάμος] ανύπαντρος αρχ. 1. (κυρίως για άντρες) αυτός που δεν έχει γυναίκα, ανύπαντρος ή χήρος (για την ανύπαντρη γυναίκα λέγεται το «ἄνανδρος») 2. φρ. «γάμος ἄγαμος», ολέθριος, μοιραίος γάμος … Dictionary of Greek
έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… … Dictionary of Greek
αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… … Dictionary of Greek